Ναυκράτη — Ναύκρατις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν … Dictionary of Greek
ελλήνιος — ἑλλήνιος, α, ον και δωρ. τ. ἑλλάνιος (Α) 1. ελληνικός («Δία τε ἑλλάνιον αἰδεσθέντες», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλλήνιον ναός τών Ελλήνων στη Ναύκρατη τής Αιγύπτου 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἑλλανία η Ελλάδα … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek
Άμασις — Όνομα δύο φαραώ της Αιγύπτου. Αναφέρονται επίσης και με τα ονόματα Άμωσις ή Άχμωσις. 1. Ιδρυτής της 18ης δυναστείας (1570 – 1545 π.Χ.). Κυρίευσε την Αύαρη και ανάγκασε τους κατακτητές Υξώς να στραφούν από την Αίγυπτο στη Συρία. Γενικότερα, όμως,… … Dictionary of Greek
Κλαζομενές — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν χτισμένη στην ηπειρωτική χώρα και στο ομώνυμο νησί από Ίωνες. Η πόλη βρισκόταν μεταξύ Σμύρνης και Ερυθρών. Αρχηγός της ήταν ο Κολοφώνιος Πόρφυρος, ο οποίος την αποίκισε με Φλιασίους και Κλεωναίους πρόσφυγες … Dictionary of Greek
Κλεομένης — I Όνομα τριών βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Κ. Α’ (; – 490; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (520 490 π.Χ.). Ήταν γιος του Αναξανδρίδα Β’, από το βασιλικό γένος των Αγιαδών. Ανέβηκε στον θρόνο περίπου το 520 π.Χ. Ηγήθηκε του σπαρτιατικού στρατού που… … Dictionary of Greek
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Πέτρι, Γουίλιαμ Μάθιου Φλίντερς — (Petri, Τσάρλτον 1853 – Ιερουσαλήμ 1942). Άγγλος αιγυπτιολόγος και αρχαιολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου· θεωρείται ο πρώτος που χρησιμοποίησε επιστημονικές μεθόδους στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Έκανε ανασκαφές στις… … Dictionary of Greek